- προσκύρω
- Αβλ. προσκυρῶ (Ι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσκυρώ — (I) έω, και προσκύρω, Α 1. έρχομαι προς κάποιον ή προς ένα μέρος, προσεγγίζω, φτάνω κάπου («προσέκυρσε Κυθήροις», Ησίοδ.) 2. συνάπτομαι, συνδέομαι («ἕλος παπυρικὸν ὃ προσκυρεῑ τῇ λεγομένῃ Βαθείᾳ», επιγρ.) 3. συνορεύω 4. συναντώ κάποιον 5. πέφτω… … Dictionary of Greek
προσκυρώνω — προσκυρῶ, όω, ΝΜΑ [κυρῶ] επικυρώνω, βεβαιώνω επιπροσθέτως νεοελλ. (νομ.) (για δικαστική αρχή) δίνω σε κάποιον την κυριότητα ενός πράγματος αφαιρώντας το αναγκαστικά από άλλον αρχ. παθ. προσκυροῡμαι, όομαι περιβάλλομαι με κύρος … Dictionary of Greek
κυρώνω — (AM κυρῶ, όω) 1. καθιστώ κάτι έγκυρο, δίνω σε κάτι κύρος, επικυρώνω (α. «ο νόμος πρέπει να κυρωθεί από τον πρόεδρο τής Δημοκρατίας» β. «ἡ ἐκκλησία κυρώσασα ταῡτα διελύθη», Θουκ. γ. «ἐκεκύρωτο ὁ γάμος Κλεισθένεϊ», Ηρόδ.) 2. επιβεβαιώνω, πιστοποιώ … Dictionary of Greek
ποτικυρώ — έω, Α (δωρ. τ.) προσκυρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί*, τ. ισοδύναμος τού πρός + κυρῶ] … Dictionary of Greek
προσκυρωτικός — ή, ό / προσκυρωτικός, ή, όν, ΝΜ [προσκυρῶ] αυτός που χρησιμεύει για προσκύρωση, ο επικυρωτικός … Dictionary of Greek
προσκύρησις — ήσεως, ή, Α [προσκυρῶ (Ι)] (ιδίως σχετικά με θεραπεία νόσου) επίτευξη, πραγματοποίηση («προσκύρησις ἀκέσιος», Ιπποκρ.) … Dictionary of Greek
προσκύρωση — η / προσκύρωσις, ώσεως, ΝΜΑ [προσκυρῶ] πρόσθετη επιβεβαίωση, επικύρωση νεοελλ. μσν. (νομ.) η απονομή με δικαστική πράξη τής κυριότητας ενός πράγματος που ανήκει σε άλλον νεοελλ. (νομ. πολεοδ.) αναγκαστική αφαίρεση οικοπέδου που μετά από ρυμοτομία … Dictionary of Greek